Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταλαμπάδευσις → δείτε τη λέξη μεταλαμπάδευση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.lamˈba.ðef.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐λα‐μπά‐δευ‐σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταλαμπάδευσις θηλυκό