μεσόκυρτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσόκυρτος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική mesokurtic < αρχαία ελληνική μέσος + κυρτός
Επίθετο
επεξεργασίαμεσόκυρτος, -η, -ο
- (στατιστική) που η καμπύλη του παρουσιάζει μεσοκύρτωαη, που η κύρτωσή του είναι ίδια με αυτή μιας κανονικής κατανομής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσόκυρτος