↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσομοριακός η μεσομοριακή το μεσομοριακό
      γενική του μεσομοριακού της μεσομοριακής του μεσομοριακού
    αιτιατική τον μεσομοριακό τη μεσομοριακή το μεσομοριακό
     κλητική μεσομοριακέ μεσομοριακή μεσομοριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσομοριακοί οι μεσομοριακές τα μεσομοριακά
      γενική των μεσομοριακών των μεσομοριακών των μεσομοριακών
    αιτιατική τους μεσομοριακούς τις μεσομοριακές τα μεσομοριακά
     κλητική μεσομοριακοί μεσομοριακές μεσομοριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσομοριακός < μεσο- + μοριακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική medium-density)

  Επίθετο

επεξεργασία

μεσομοριακός

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία