μεσαύλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεσαύλιο | τα | μεσαύλια |
γενική | του | μεσαύλιου | των | μεσαύλιων |
αιτιατική | το | μεσαύλιο | τα | μεσαύλια |
κλητική | μεσαύλιο | μεσαύλια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσαύλιο < ελληνιστική κοινή μεσαύλιον, ουδέτερο του μεσαύλιος → δείτε μεσαύλιον (όπως στην καθαρεύουσα) μέσαυλος, αρχαία ελληνική μέσος (μεσ- (μέσο)) + αὐλή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meˈsa.vli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σαύ‐λι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσαύλιο ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του μεσαύλι
- (λόγιο, ανατομία) μεσοθωράκιο, μεσοπνευμόνιο [1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσαύλιο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μεσαύλιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)