μερλούκιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μερλούκιος < μεσαιωνική λατινική merlucius < λατινική merula < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ams- (μαύρος, μαυροπούλι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερλούκιος αρσενικό
- γένος ψαριού της οικογένειας των Μερλουκιδών (Merlucciidae), με 14 είδη