merula
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- merula < πρωτοϊταλική *meselā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ems- (μαύρος, μαυροπούλι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
merula θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | merula | merulae |
γενική | merulae | merulārum |
δοτική | merulae | merulīs |
αιτιατική | merulam | merulās |
κλητική | merula | merulae |
αφαιρετική | merulā | merulīs |