μεξικάνικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεξικάνικος < Μεξικάν(ος) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ksiˈka.ni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ξι‐κά‐νι‐κος
- τονικό παρώνυμο: μεξικανικός
Επίθετο
επεξεργασίαμεξικάνικος, -ή, -ό
- (οικείο) μεξικανικός
- ⮡ μου αρέσει το μεξικάνικο φαγητό και η μεξικανική αρχιτεκτονική
- ⮡ Θέλεις να παραγγείλουμε να φάμε μεξικάνικο απόψε; (ουσιαστικοποιημένο, εννοείται: φαγητό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεξικάνικος
|