μελόντικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελόντικα | οι | μελόντικες |
γενική | της | μελόντικας | — | |
αιτιατική | τη | μελόντικα | τις | μελόντικες |
κλητική | μελόντικα | μελόντικες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μελόντικα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική melodica (ή (άμεσο δάνειο) ιταλική melodica < melodico < melodia < λατινικά melodia[1]) < αρχαία ελληνική μελῳδικός < μέλος + ᾠδή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈlo.di.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λό‐ντι‐κα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελόντικα θηλυκό
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Melodica στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μελόντικα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)