Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μελῳδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
μελωδικός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
μελῳδικ
ός
ἡ
μελῳδικ
ή
τὸ
μελῳδικ
όν
γενική
τοῦ
μελῳδικ
οῦ
τῆς
μελῳδικ
ῆς
τοῦ
μελῳδικ
οῦ
δοτική
τῷ
μελῳδικ
ῷ
τῇ
μελῳδικ
ῇ
τῷ
μελῳδικ
ῷ
αιτιατική
τὸν
μελῳδικ
όν
τὴν
μελῳδικ
ήν
τὸ
μελῳδικ
όν
κλητική
ὦ
!
μελῳδικ
έ
μελῳδικ
ή
μελῳδικ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
μελῳδικ
οί
αἱ
μελῳδικ
αί
τὰ
μελῳδικ
ᾰ́
γενική
τῶν
μελῳδικ
ῶν
τῶν
μελῳδικ
ῶν
τῶν
μελῳδικ
ῶν
δοτική
τοῖς
μελῳδικ
οῖς
ταῖς
μελῳδικ
αῖς
τοῖς
μελῳδικ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
μελῳδικ
ούς
τὰς
μελῳδικ
ᾱ́ς
τὰ
μελῳδικ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
μελῳδικ
οί
μελῳδικ
αί
μελῳδικ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
μελῳδικ
ώ
τὼ
μελῳδικ
ᾱ́
τὼ
μελῳδικ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
μελῳδικ
οῖν
τοῖν
μελῳδικ
αῖν
τοῖν
μελῳδικ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μελῳδικός
<
αρχαία ελληνική
μελῳδία
<
μέλος
+
ᾠδή
(<
ᾄδω
)
Επίθετο
επεξεργασία
μελῳδικός
(
ελληνιστική κοινή
)
μελωδικός