Δείτε επίσης: μελωδικός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μελῳδικός μελῳδική τὸ μελῳδικόν
      γενική τοῦ μελῳδικοῦ τῆς μελῳδικῆς τοῦ μελῳδικοῦ
      δοτική τῷ μελῳδικ τῇ μελῳδικ τῷ μελῳδικ
    αιτιατική τὸν μελῳδικόν τὴν μελῳδικήν τὸ μελῳδικόν
     κλητική ! μελῳδικέ μελῳδική μελῳδικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μελῳδικοί αἱ μελῳδικαί τὰ μελῳδικᾰ́
      γενική τῶν μελῳδικῶν τῶν μελῳδικῶν τῶν μελῳδικῶν
      δοτική τοῖς μελῳδικοῖς ταῖς μελῳδικαῖς τοῖς μελῳδικοῖς
    αιτιατική τοὺς μελῳδικούς τὰς μελῳδικᾱ́ς τὰ μελῳδικᾰ́
     κλητική ! μελῳδικοί μελῳδικαί μελῳδικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελῳδικώ τὼ μελῳδικᾱ́ τὼ μελῳδικώ
      γεν-δοτ τοῖν μελῳδικοῖν τοῖν μελῳδικαῖν τοῖν μελῳδικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελῳδικός < αρχαία ελληνική μελῳδία < μέλος + ᾠδή (< ᾄδω)

  Επίθετο επεξεργασία

μελῳδικός