μαχαραγιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαχαραγιάς < (άμεσο δάνειο) γαλλική maharajah < χίντι महाराजा (mahārājā) < σανσκριτική महाराज (mahārāja: μεγάλος βασιλιάς) < महा (mahā: μεγάλος) + राजन् (rājan: βασιλιάς)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαχαραγιάς αρσενικό