ματαριστικός
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ματαριστικός <ματαρίζω, ματαρισ- + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική matting)
Επίθετο επεξεργασία
ματαριστικός
- που συμβάλλει στη μείωση της στιλπνότητας μιας επιφάνειας