Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαστιχοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαστιχοφόρ
ος
η
μαστιχοφόρ
α
το
μαστιχοφόρ
ο
γενική
του
μαστιχοφόρ
ου
της
μαστιχοφόρ
ας
του
μαστιχοφόρ
ου
αιτιατική
τον
μαστιχοφόρ
ο
τη
μαστιχοφόρ
α
το
μαστιχοφόρ
ο
κλητική
μαστιχοφόρ
ε
μαστιχοφόρ
α
μαστιχοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαστιχοφόρ
οι
οι
μαστιχοφόρ
ες
τα
μαστιχοφόρ
α
γενική
των
μαστιχοφόρ
ων
των
μαστιχοφόρ
ων
των
μαστιχοφόρ
ων
αιτιατική
τους
μαστιχοφόρ
ους
τις
μαστιχοφόρ
ες
τα
μαστιχοφόρ
α
κλητική
μαστιχοφόρ
οι
μαστιχοφόρ
ες
μαστιχοφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαστιχοφόρος
<
μαστίχ(η)
+
-ο-
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
μαστιχοφόρος, ος, ο
αυτός που φέρει ήδη
μαστίχα
ή εκείνος που μπορεί να την παράγει
μαστιχοφόρος
σχίνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαστιχοφόρος