↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μασημένος η μασημένη το μασημένο
      γενική του μασημένου της μασημένης του μασημένου
    αιτιατική τον μασημένο τη μασημένη το μασημένο
     κλητική μασημένε μασημένη μασημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μασημένοι οι μασημένες τα μασημένα
      γενική των μασημένων των μασημένων των μασημένων
    αιτιατική τους μασημένους τις μασημένες τα μασημένα
     κλητική μασημένοι μασημένες μασημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μασημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μασάω, μασώ

μασημένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν μασήσει
  2. αόριστος, ασαφής
    ※  Θα 'ξεραν βέβαια οι μεγάλοι, μα κανένας δε μιλάει - όλο και μασημένα λόγια ή σώπαιναν μπροστά μας. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία