Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρμαρωμένος η μαρμαρωμένη το μαρμαρωμένο
      γενική του μαρμαρωμένου της μαρμαρωμένης του μαρμαρωμένου
    αιτιατική τον μαρμαρωμένο τη μαρμαρωμένη το μαρμαρωμένο
     κλητική μαρμαρωμένε μαρμαρωμένη μαρμαρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρμαρωμένοι οι μαρμαρωμένες τα μαρμαρωμένα
      γενική των μαρμαρωμένων των μαρμαρωμένων των μαρμαρωμένων
    αιτιατική τους μαρμαρωμένους τις μαρμαρωμένες τα μαρμαρωμένα
     κλητική μαρμαρωμένοι μαρμαρωμένες μαρμαρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαρμαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαρμαρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

μαρμαρωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία