μαρμαρωμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
μαρμαρωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μαρμαρωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μαρμαρωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μαρμαρωμένος