μαραγκοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαραγκοσύνη | οι | μαραγκοσύνες |
γενική | της | μαραγκοσύνης | των | (μαραγκοσυνών) |
αιτιατική | τη | μαραγκοσύνη | τις | μαραγκοσύνες |
κλητική | μαραγκοσύνη | μαραγκοσύνες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαραγκοσύνη < μαραγκ(ός) + -οσύνη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.ɾaŋ.ɡoˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ρα‐γκο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαραγκοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λαϊκότροπο) η τέχνη του μαραγκού, η ενασχόληση με κατασκευή αλλά και με επισκευή ξύλινων επίπλων
- ≈ συνώνυμα: η ξυλουργική
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μαραγκός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)