carpentry
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- carpentry < παλαιά γαλλικά carpenterie < λατινική carpentarius (αμαξοποιός, καροποιός) < carpentum
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɑː.p(ə).ntri/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcarpentry (en)
carpentry (en)