• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

carpentry

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό

Αγγλικά (en)

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
carpentry < παλαιά γαλλικά carpenterie < λατινική carpentarius (αμαξοποιός, καροποιός) < carpentum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɑː.p(ə).ntri/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

carpentry (en)

  1. ξυλουργική, μαραγκοσύνη
  2. ξυλουργείο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=carpentry&oldid=5312148"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Οκτωβρίου 2021, στις 04:37

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Eesti
    • Euskara
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Ido
    • Italiano
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Oromoo
    • Polski
    • Русский
    • ၽႃႇသႃႇတႆး
    • Simple English
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Οκτωβρίου 2021, στις 04:37.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας