Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ξυλουργική
      γενική της ξυλουργικής
    αιτιατική την ξυλουργική
     κλητική ξυλουργική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλουργική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξυλουργικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξυλουργική θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ξυλουργική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία