↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακρύκοκκος η μακρύκοκκη το μακρύκοκκο
      γενική του μακρύκοκκου της μακρύκοκκης του μακρύκοκκου
    αιτιατική τον μακρύκοκκο τη μακρύκοκκη το μακρύκοκκο
     κλητική μακρύκοκκε μακρύκοκκη μακρύκοκκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακρύκοκκοι οι μακρύκοκκες τα μακρύκοκκα
      γενική των μακρύκοκκων των μακρύκοκκων των μακρύκοκκων
    αιτιατική τους μακρύκοκκους τις μακρύκοκκες τα μακρύκοκκα
     κλητική μακρύκοκκοι μακρύκοκκες μακρύκοκκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακρύκοκκος < μακρύς + κόκκος

  Επίθετο

επεξεργασία

μακρύκοκκος, -η, -ο

  1. που έχει μακρείς, επιμήκεις κόκκους ή σπόρους
    μακρύκοκκο ρύζι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία