Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαιανδρικός η μαιανδρική το μαιανδρικό
      γενική του μαιανδρικού της μαιανδρικής του μαιανδρικού
    αιτιατική τον μαιανδρικό τη μαιανδρική το μαιανδρικό
     κλητική μαιανδρικέ μαιανδρική μαιανδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαιανδρικοί οι μαιανδρικές τα μαιανδρικά
      γενική των μαιανδρικών των μαιανδρικών των μαιανδρικών
    αιτιατική τους μαιανδρικούς τις μαιανδρικές τα μαιανδρικά
     κλητική μαιανδρικοί μαιανδρικές μαιανδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαιανδρικός < μαίανδρ(ος) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.an.ðɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαι‐αν‐δρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

μαιανδρικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη οφιοειδής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία