μαιανδρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
μαιανδρικά < μαιανδρικός
Επίρρημα επεξεργασία
μαιανδρικά
- όπως ο μαίανδρος, αλλάζοντας συνεχώς πορεία
- ίσως να είναι στη φύση της Ιστορίας να προχωράει αργά, μαιανδρικά, με εντυπωσιακές εξάρσεις και επακόλουθα πισωγυρίσματα (Χ.Α. Χωμενίδης, από άρθρο του σε εφημερίδα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαιανδρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μαιανδρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαιανδρικό