Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαγεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαγεμέν
ος
η
μαγεμέν
η
το
μαγεμέν
ο
γενική
του
μαγεμέν
ου
της
μαγεμέν
ης
του
μαγεμέν
ου
αιτιατική
τον
μαγεμέν
ο
τη
μαγεμέν
η
το
μαγεμέν
ο
κλητική
μαγεμέν
ε
μαγεμέν
η
μαγεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαγεμέν
οι
οι
μαγεμέν
ες
τα
μαγεμέν
α
γενική
των
μαγεμέν
ων
των
μαγεμέν
ων
των
μαγεμέν
ων
αιτιατική
τους
μαγεμέν
ους
τις
μαγεμέν
ες
τα
μαγεμέν
α
κλητική
μαγεμέν
οι
μαγεμέν
ες
μαγεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαγεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μαγεύω
,
μαγεύομαι
Μετοχή
επεξεργασία
μαγεμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
μαγεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαγεμένος
γαλλικά
:
envoûté
(fr)
,
enchanté
(fr)