↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαγεμένος η μαγεμένη το μαγεμένο
      γενική του μαγεμένου της μαγεμένης του μαγεμένου
    αιτιατική τον μαγεμένο τη μαγεμένη το μαγεμένο
     κλητική μαγεμένε μαγεμένη μαγεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαγεμένοι οι μαγεμένες τα μαγεμένα
      γενική των μαγεμένων των μαγεμένων των μαγεμένων
    αιτιατική τους μαγεμένους τις μαγεμένες τα μαγεμένα
     κλητική μαγεμένοι μαγεμένες μαγεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαγεύω, μαγεύομαι

μαγεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία