μαγεύομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος μαγεύω
Ρήμα επεξεργασία
μαγεύομαι, πρτ.: μαγευόμουν, στ.μέλλ.: θα μαγευτώ, αόρ.: μαγεύτηκα, μτχ.π.π.: μαγεμένος
- ενθουσιάζομαι, γοητεύομαι από την ομορφιά ή άλλα χαρίσματα ενός ανθρώπου, φυσικού στοιχείου κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαγεύομαι
|