Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος μαγεύω

  Ρήμα επεξεργασία

μαγεύομαι, πρτ.: μαγευόμουν, στ.μέλλ.: θα μαγευτώ, αόρ.: μαγεύτηκα, μτχ.π.π.: μαγεμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία