Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάστευση οι μαστεύσεις
      γενική της μάστευσης* των μαστεύσεων
    αιτιατική τη μάστευση τις μαστεύσεις
     κλητική μάστευση μαστεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαστεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάστευση < αρχαία ελληνική μαστεύω (ερευνώ, ψάχνω) < μαίομαι (ερευνώ, αναζητώ) < *μασ-jο-μαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάστευση θηλυκό

  1. έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση, συγκέντρωση
    ※  υδραυλικά έργα μάστευσης και μεταφοράς των υδάτων έχει αποκαλύψει η αρχαιολογική σκαπάνη στην πόλη της Αθήνας (εφημερίδα Το Βήμα, 17/10/2011)
    ※  Η Εταιρεία (...) θα προβεί σε πρόγραμμα εσωτερικών γεωτρήσεων στο κοίτασμα Νότιας Καβάλας με στόχο τη μάστευση του κοιτάσματος και την άντληση του υπολειπόμενου αποθέματος των 150 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου (*)
  2. ανάκτηση, άντληση
    ※  Η ζώνη ανάκτησης ή παγίδευσης ή μάστευσης (capture zone) είναι η περιοχή, η οποία τροφοδοτεί με ρυπασμένο νερό μια γεώτρηση και περιλαμβάνει την περιοχή που αποστραγγίζεται κατά την άντληση, τόσο στα ανάντη όσο και στα κατάντη. (Κώστας Βουδούρης, Θέματα Υδρογεωλογίας Περιβάλλοντος, σελ. 182)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία