Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λυτρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λυτρωμέν
ος
η
λυτρωμέν
η
το
λυτρωμέν
ο
γενική
του
λυτρωμέν
ου
της
λυτρωμέν
ης
του
λυτρωμέν
ου
αιτιατική
τον
λυτρωμέν
ο
τη
λυτρωμέν
η
το
λυτρωμέν
ο
κλητική
λυτρωμέν
ε
λυτρωμέν
η
λυτρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λυτρωμέν
οι
οι
λυτρωμέν
ες
τα
λυτρωμέν
α
γενική
των
λυτρωμέν
ων
των
λυτρωμέν
ων
των
λυτρωμέν
ων
αιτιατική
τους
λυτρωμέν
ους
τις
λυτρωμέν
ες
τα
λυτρωμέν
α
κλητική
λυτρωμέν
οι
λυτρωμέν
ες
λυτρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λυτρωμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λυτρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
λυτρωμένος, -η, -ο
που έχει
λυτρωθεί
, που έχει βρει τη
λύτρωση
από κάτι που τον βασάνιζε
Αντώνυμα
επεξεργασία
αλύτρωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λυτρωμένος
γαλλικά
:
délivré
(fr)