λυτρωμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
λυτρωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του λυτρωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του λυτρωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λυτρωμένος
λυτρωμένων