Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λογοφερμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λογοφερμέν
ος
η
λογοφερμέν
η
το
λογοφερμέν
ο
γενική
του
λογοφερμέν
ου
της
λογοφερμέν
ης
του
λογοφερμέν
ου
αιτιατική
τον
λογοφερμέν
ο
τη
λογοφερμέν
η
το
λογοφερμέν
ο
κλητική
λογοφερμέν
ε
λογοφερμέν
η
λογοφερμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λογοφερμέν
οι
οι
λογοφερμέν
ες
τα
λογοφερμέν
α
γενική
των
λογοφερμέν
ων
των
λογοφερμέν
ων
των
λογοφερμέν
ων
αιτιατική
τους
λογοφερμέν
ους
τις
λογοφερμέν
ες
τα
λογοφερμέν
α
κλητική
λογοφερμέν
οι
λογοφερμέν
ες
λογοφερμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
λογοφερμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λογοφέρνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λογοφερμένος