Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογοφερμένος η λογοφερμένη το λογοφερμένο
      γενική του λογοφερμένου της λογοφερμένης του λογοφερμένου
    αιτιατική τον λογοφερμένο τη λογοφερμένη το λογοφερμένο
     κλητική λογοφερμένε λογοφερμένη λογοφερμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογοφερμένοι οι λογοφερμένες τα λογοφερμένα
      γενική των λογοφερμένων των λογοφερμένων των λογοφερμένων
    αιτιατική τους λογοφερμένους τις λογοφερμένες τα λογοφερμένα
     κλητική λογοφερμένοι λογοφερμένες λογοφερμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

λογοφερμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία