Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογισμένος η λογισμένη το λογισμένο
      γενική του λογισμένου της λογισμένης του λογισμένου
    αιτιατική τον λογισμένο τη λογισμένη το λογισμένο
     κλητική λογισμένε λογισμένη λογισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογισμένοι οι λογισμένες τα λογισμένα
      γενική των λογισμένων των λογισμένων των λογισμένων
    αιτιατική τους λογισμένους τις λογισμένες τα λογισμένα
     κλητική λογισμένοι λογισμένες λογισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λογίζομαι και λογιέμαι

  Μετοχή επεξεργασία

λογισμένος, -η, -ο και λογιασμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία