λογισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λογίζομαι και λογιέμαι
Μετοχή επεξεργασία
λογισμένος, -η, -ο και λογιασμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογισμένος
|
λογισμένος, -η, -ο και λογιασμένος
|