λιμπρέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιμπρέτο | τα | λιμπρέτα |
γενική | του | λιμπρέτου | των | λιμπρέτων |
αιτιατική | το | λιμπρέτο | τα | λιμπρέτα |
κλητική | λιμπρέτο | λιμπρέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιμπρέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική libretto, υποκοριστικό του libro < λατινική liber
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιμπρέτο ουδέτερο
- το κείμενο ενός μουσικοθεατρικού έργου και κυρίως της όπερας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λιμπρέτο στη Βικιπαίδεια