libretto
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
libretto | librettos |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlibretto (fr) αρσενικό
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlibretto (pl)
ενικός | πληθυντικός |
libretto | librettos |
libretto (fr) αρσενικό
libretto (pl)