ενικός         πληθυντικός  
libretto librettos

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

libretto (fr) αρσενικό

  1. (μουσική) λιμπρέτο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

libretto (pl)

  1. λιμπρέτο