λιμνίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λιμνίσιος | η | λιμνίσια | το | λιμνίσιο |
γενική | του | λιμνίσιου | της | λιμνίσιας | του | λιμνίσιου |
αιτιατική | τον | λιμνίσιο | τη | λιμνίσια | το | λιμνίσιο |
κλητική | λιμνίσιε | λιμνίσια | λιμνίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λιμνίσιοι | οι | λιμνίσιες | τα | λιμνίσια |
γενική | των | λιμνίσιων | των | λιμνίσιων | των | λιμνίσιων |
αιτιατική | τους | λιμνίσιους | τις | λιμνίσιες | τα | λιμνίσια |
κλητική | λιμνίσιοι | λιμνίσιες | λιμνίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλιμνίσιος, -α, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λίμνη