λιθογλυφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιθογλυφικός < λιθογλυφία / λιθογλύφος + -ικός < ελληνιστική κοινή λιθογλυφία < αρχαία ελληνική λίθος + γλύφω
Επίθετο
επεξεργασίαλιθογλυφικός
- που έχει σχέση με λιθογλυφία ή λιθογλύφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιθογλυφικός
|