Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιθοβολημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιθοβολημέν
ος
η
λιθοβολημέν
η
το
λιθοβολημέν
ο
γενική
του
λιθοβολημέν
ου
της
λιθοβολημέν
ης
του
λιθοβολημέν
ου
αιτιατική
τον
λιθοβολημέν
ο
τη
λιθοβολημέν
η
το
λιθοβολημέν
ο
κλητική
λιθοβολημέν
ε
λιθοβολημέν
η
λιθοβολημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιθοβολημέν
οι
οι
λιθοβολημέν
ες
τα
λιθοβολημέν
α
γενική
των
λιθοβολημέν
ων
των
λιθοβολημέν
ων
των
λιθοβολημέν
ων
αιτιατική
τους
λιθοβολημέν
ους
τις
λιθοβολημέν
ες
τα
λιθοβολημέν
α
κλητική
λιθοβολημέν
οι
λιθοβολημέν
ες
λιθοβολημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιθοβολημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
λιθοβολώ
Μετοχή
επεξεργασία
λιθοβολημένος, -η, -ο
που τον έχουν
λιθοβολήσει
Αντώνυμα
επεξεργασία
αλιθοβόλητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιθοβολημένος
αγγλικά
:
stoned
(en)