↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλιθοβόλητος η αλιθοβόλητη το αλιθοβόλητο
      γενική του αλιθοβόλητου της αλιθοβόλητης του αλιθοβόλητου
    αιτιατική τον αλιθοβόλητο την αλιθοβόλητη το αλιθοβόλητο
     κλητική αλιθοβόλητε αλιθοβόλητη αλιθοβόλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλιθοβόλητοι οι αλιθοβόλητες τα αλιθοβόλητα
      γενική των αλιθοβόλητων των αλιθοβόλητων των αλιθοβόλητων
    αιτιατική τους αλιθοβόλητους τις αλιθοβόλητες τα αλιθοβόλητα
     κλητική αλιθοβόλητοι αλιθοβόλητες αλιθοβόλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλιθοβόλητος < α- + λιθοβολώ + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αλιθοβόλητος[1]

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. αλιθοβόλητοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας