Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συγγενικά
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιασμέν
ος
η
λιασμέν
η
το
λιασμέν
ο
γενική
του
λιασμέν
ου
της
λιασμέν
ης
του
λιασμέν
ου
αιτιατική
τον
λιασμέν
ο
τη
λιασμέν
η
το
λιασμέν
ο
κλητική
λιασμέν
ε
λιασμέν
η
λιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιασμέν
οι
οι
λιασμέν
ες
τα
λιασμέν
α
γενική
των
λιασμέν
ων
των
λιασμέν
ων
των
λιασμέν
ων
αιτιατική
τους
λιασμέν
ους
τις
λιασμέν
ες
τα
λιασμέν
α
κλητική
λιασμέν
οι
λιασμέν
ες
λιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
λιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λιάζω
,
λιάζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
λιάζω
και
ήλιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιασμένος