Ετυμολογία

επεξεργασία
λιάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἡλιάζω με αποβολή του αρχικού φωνήεντος.[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε ήλι(ος) + -άζω. Το αρχαίο ἡλιάζομαι είχε τη σημασία «είμαι μέλος της Ἡλιαίας» Δείτε και ἥλιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʎa.zo/

λιάζω, πρτ.: έλιαζα, στ.μέλλ.: θα λιάσω, αόρ.: έλιασα, παθ.φωνή: λιάζομαι, μτχ.π.π.: λιασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.