λιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἡλιάζω με αποβολή του αρχικού φωνήεντος.[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε ήλι(ος) + -άζω. Το αρχαίο ἡλιάζομαι είχε τη σημασία «είμαι μέλος της Ἡλιαίας» Δείτε και ἥλιος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλιάζω, πρτ.: έλιαζα, στ.μέλλ.: θα λιάσω, αόρ.: έλιασα, παθ.φωνή: λιάζομαι, μτχ.π.π.: λιασμένος
- εκθέτω κάτι στην ακτινοβολία του ήλιου
- έλιαζε το κορμί του στην παραλία (έκανε ηλιοθεραπεία)
- άπλωσαν τις ντομάτες έξω για να τις λιάσουν
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ λιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.