Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεϊσμανίαση οι λεϊσμανιάσεις
      γενική της λεϊσμανίασης* των λεϊσμανιάσεων
    αιτιατική τη λεϊσμανίαση τις λεϊσμανιάσεις
     κλητική λεϊσμανίαση λεϊσμανιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λεϊσμανιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δερματική λεϊσμανίαση σε χέρι ενήλικα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεϊσμανίαση < (καθαρεύουσα) λεϊσμανία(σις) + -ση < (λόγιο δάνειο) αγγλική leishmaniasis < leishmania (λεϊσμάνια) < όνομα του William Boog Leishman (Λέισμαν) 1865‑1926

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /le.i.zmaˈni.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐ϊ‐σμα‐νί‐α‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεϊσμανίαση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • λεϊσμανίασηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)