πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεϊσμανίαση οι λεϊσμανιάσεις
      γενική της λεϊσμανίασης* των λεϊσμανιάσεων
    αιτιατική τη λεϊσμανίαση τις λεϊσμανιάσεις
     κλητική λεϊσμανίαση λεϊσμανιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λεϊσμανιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δερματική λεϊσμανίαση σε χέρι ενήλικα.

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.i.zmaˈni.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεϊσμανίαση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεϊσμανίαση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • λεϊσμανίαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)