ενδοκυττάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενδοκυττάριος, -α, -ο
- (νεολογισμός) που βρίσκεται μέσα στο κύτταρο
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοκυττάριος
→ δείτε τη λέξη ενδοκυτταρικός |