Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λευχαιμικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λευχαιμικ
ός
η
λευχαιμικ
ή
το
λευχαιμικ
ό
γενική
του
λευχαιμικ
ού
της
λευχαιμικ
ής
του
λευχαιμικ
ού
αιτιατική
τον
λευχαιμικ
ό
τη
λευχαιμικ
ή
το
λευχαιμικ
ό
κλητική
λευχαιμικ
έ
λευχαιμικ
ή
λευχαιμικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λευχαιμικ
οί
οι
λευχαιμικ
ές
τα
λευχαιμικ
ά
γενική
των
λευχαιμικ
ών
των
λευχαιμικ
ών
των
λευχαιμικ
ών
αιτιατική
τους
λευχαιμικ
ούς
τις
λευχαιμικ
ές
τα
λευχαιμικ
ά
κλητική
λευχαιμικ
οί
λευχαιμικ
ές
λευχαιμικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λευχαιμικός
<
λευχαιμία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
λευχαιμικός
που έχει
σχέση
με τη
λευχαιμία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λευχαιμικός
αγγλικά
:
leukemic
(en)
γαλλικά
:
leucémique
(fr)
ιταλικά
:
leucemico
(it)
τσεχικά
:
leukemický
(cs)