↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευχαιμικός η λευχαιμική το λευχαιμικό
      γενική του λευχαιμικού της λευχαιμικής του λευχαιμικού
    αιτιατική τον λευχαιμικό τη λευχαιμική το λευχαιμικό
     κλητική λευχαιμικέ λευχαιμική λευχαιμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευχαιμικοί οι λευχαιμικές τα λευχαιμικά
      γενική των λευχαιμικών των λευχαιμικών των λευχαιμικών
    αιτιατική τους λευχαιμικούς τις λευχαιμικές τα λευχαιμικά
     κλητική λευχαιμικοί λευχαιμικές λευχαιμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λευχαιμικός < λευχαιμία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

λευχαιμικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία