Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτοφυής η λεπτοφυής το λεπτοφυές
      γενική του λεπτοφυούς* της λεπτοφυούς του λεπτοφυούς
    αιτιατική τον λεπτοφυή τη λεπτοφυή το λεπτοφυές
     κλητική λεπτοφυή(ς) λεπτοφυής λεπτοφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτοφυείς οι λεπτοφυείς τα λεπτοφυή
      γενική των λεπτοφυών των λεπτοφυών των λεπτοφυών
    αιτιατική τους λεπτοφυείς τις λεπτοφυείς τα λεπτοφυή
     κλητική λεπτοφυείς λεπτοφυείς λεπτοφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεπτοφυής < (ελληνιστική κοινή) λεπτός + φύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /le.pto.fiˈis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐πτο‐φυ‐ής

  Επίθετο επεξεργασία

λεπτοφυής, -ής, -ές

  • λεπτός ως προς τη σωματική διάπλαση
    ※  Τὰ λεπτοφυή της πόδια, γυμνὰ καὶ λευκὰ ὡς ὁ ἄργυρος, κατοπτρίζονται εἰς τὸν μαρμάρινον μαῦρον καθρέπτην ποὺ ἦταν ἀπὸ κάτω της. (Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Η συνάντησις, (μτφ. Νικόλαος Σπανδωνής))

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία