↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτομαθημένος η λεπτομαθημένη το λεπτομαθημένο
      γενική του λεπτομαθημένου της λεπτομαθημένης του λεπτομαθημένου
    αιτιατική τον λεπτομαθημένο τη λεπτομαθημένη το λεπτομαθημένο
     κλητική λεπτομαθημένε λεπτομαθημένη λεπτομαθημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτομαθημένοι οι λεπτομαθημένες τα λεπτομαθημένα
      γενική των λεπτομαθημένων των λεπτομαθημένων των λεπτομαθημένων
    αιτιατική τους λεπτομαθημένους τις λεπτομαθημένες τα λεπτομαθημένα
     κλητική λεπτομαθημένοι λεπτομαθημένες λεπτομαθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτομαθημένος < λείπει η ετυμολογία

λεπτομαθημένος, -η, -ο

  1. (σπάνιο) που έχει μάθει να ζει χωρίς δυσκολίες, ο λεπτεπίλεπτος·
  2. (κυριολεκτικά) που έχει ανατραφεί με λεπτούς τρόπους, που έχει μάθει σε αυτούς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)