λεπτομαθημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτομαθημένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασίαλεπτομαθημένος, -η, -ο
- (σπάνιο) που έχει μάθει να ζει χωρίς δυσκολίες, ο λεπτεπίλεπτος·
- (κυριολεκτικά) που έχει ανατραφεί με λεπτούς τρόπους, που έχει μάθει σε αυτούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπτομαθημένος
|
Πηγές
επεξεργασία- Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)