↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεμφοίδημα τα λεμφοιδήματα
      γενική του λεμφοιδήματος των λεμφοιδημάτων
    αιτιατική το λεμφοίδημα τα λεμφοιδήματα
     κλητική λεμφοίδημα λεμφοιδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεμφοίδημα < λέμφος + οίδημα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική lymphedema[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική lymphoedème[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lemˈfi.di.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεμ‐φοί‐δη‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεμφοίδημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 λεμφοίδημαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)