↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεμονοθύμαρο τα λεμονοθύμαρα
      γενική του λεμονοθύμαρου των λεμονοθύμαρων
    αιτιατική το λεμονοθύμαρο τα λεμονοθύμαρα
     κλητική λεμονοθύμαρο λεμονοθύμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Λεμονοθύμαρο σε γλάστρα.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεμονοθύμαρο < λεμόν(ι) + -ο- + θυμάρ(ι) + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.mo.noˈθi.ma.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐μο‐νο‐θύ‐μα‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεμονοθύμαρο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία