λεμονοθύμαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /le.mo.noˈθi.ma.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐μο‐νο‐θύ‐μα‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεμονοθύμαρο ουδέτερο
- (φυτό) πολυετής, αειθαλής, αρωματικός θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των Θυμιοειδών
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Thymus citriodorus στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεμονοθύμαρο