↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεμβουχικός η λεμβουχική το λεμβουχικό
      γενική του λεμβουχικού της λεμβουχικής του λεμβουχικού
    αιτιατική τον λεμβουχικό τη λεμβουχική το λεμβουχικό
     κλητική λεμβουχικέ λεμβουχική λεμβουχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεμβουχικοί οι λεμβουχικές τα λεμβουχικά
      γενική των λεμβουχικών των λεμβουχικών των λεμβουχικών
    αιτιατική τους λεμβουχικούς τις λεμβουχικές τα λεμβουχικά
     κλητική λεμβουχικοί λεμβουχικές λεμβουχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεμβουχικός < λεμβούχος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

λεμβουχικός

  1. που έχει σχέση με λεμβούχο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) λεμβουχικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία