Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεμβούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λεμβούχ
ος
οι
λεμβούχ
οι
γενική
του
λεμβούχ
ου
των
λεμβούχ
ων
αιτιατική
τον
λεμβούχ
ο
τους
λεμβούχ
ους
κλητική
λεμβούχ
ε
λεμβούχ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεμβούχος
<
λέμβος
+
-ούχος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λεμβούχος
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
ιδιοκτήτης
ή
οδηγός
μιας
λέμβου
≈
συνώνυμα
:
βαρκάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεμβούχος
αγγλικά
:
boatman
(en)
γερμανικά
:
Schiffsbefestiger
(de)
αρσενικό