λεγάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λεγάτος | οι | λεγάτοι |
γενική | του | λεγάτου | των | λεγάτων |
αιτιατική | τον | λεγάτο | τους | λεγάτους |
κλητική | λεγάτε | λεγάτοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλεγάτος αρσενικό
- (θρησκεία) αρχιεπίσκοπος ή καρδινάλιος ως παπικός απεσταλμένος
- (θρησκεία) τοποτηρητής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
- (θρησκεία) επίσκοπος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σε κάποιες συγκεκριμένες επισκοπές