λαοκατάρατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαοκατάρατος < λαο- + καταρ-ιέμαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος (βλέπε και τρισκατάρατος
Επίθετο
επεξεργασίαλαοκατάρατος, -η, -ο
- που τον καταριέται ο λαός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαοκατάρατος
|