↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρισκατάρατος η τρισκατάρατη το τρισκατάρατο
      γενική του τρισκατάρατου της τρισκατάρατης του τρισκατάρατου
    αιτιατική τον τρισκατάρατο την τρισκατάρατη το τρισκατάρατο
     κλητική τρισκατάρατε τρισκατάρατη τρισκατάρατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρισκατάρατοι οι τρισκατάρατες τα τρισκατάρατα
      γενική των τρισκατάρατων των τρισκατάρατων των τρισκατάρατων
    αιτιατική τους τρισκατάρατους τις τρισκατάρατες τα τρισκατάρατα
     κλητική τρισκατάρατοι τρισκατάρατες τρισκατάρατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρισκατάρατος < τρι(ς) + κατάρα

  Επίθετο

επεξεργασία

τρισκατάρατος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρισκατάρατος αρσενικό