↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαγοκέφαλος οι λαγοκέφαλοι
      γενική του λαγοκέφαλου
λαγοκεφάλου
των λαγοκέφαλων
λαγοκεφάλων
    αιτιατική τον λαγοκέφαλο τους λαγοκέφαλους
λαγοκεφάλους
     κλητική λαγοκέφαλε λαγοκέφαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Λαγοκέφαλος.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαγοκέφαλος < λαγο- + κέφαλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαγοκέφαλος αρσενικό

  • δηλητηριώδες τοξικό ψάρι που ζει στον Ινδικό και Ειρηνικό ωκεανό και έχει μεταναστεύσει στη Μεσόγειο θάλασσα μέσω της διώρυγας του Σουέζ (Lagocephalus sceleratus)
    ※  Ένας οργανισμός, που υπήρχε στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, έγινε γνωστός στην Ελλάδα, ως λαγοκέφαλος, με επιστημονική ονομασία «lagocephalus sceleratus». Το ψάρι αυτό ανήκει στην οικογένεια των τετραοδοντίδων και στο γένος του λαγοκέφαλου. Εμφανίστηκε στη Μεσόγειο λίγο μετά το 2003 […] Στην Ερυθρά Θάλασσα, απ’ όπου και προέρχεται, ο λαγοκέφαλος ζει σε βραχώδεις πυθμένες από ρηχά παράκτια νερά μέχρι βάθους μέτρων. Ο λαγοκέφαλος μοιάζει πολύ με το ψάρι φούσκα αλλά είναι πιο επιμήκης και με συμμετρική ουρά. Η πλάτη του είναι γκρι ή καφέ με πιο σκούρα σημεία και έχει λευκή κοιλιά.
    Κωνσταντινίδης Νικόλαος, Εφαρμογή αλγορίθμων εξόρυξης δεδομένων σε δεδομένα γονιδιώματος υδρόβιων οργανισμών, πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σχολή Θετικών Επιστημών, Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών, Λαμία 2020, σελ. 5

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • λαγοκέφαλοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)