καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λαγγεδοκικός λαγγεδοκική τὸ λαγγεδοκικόν
      γενική τοῦ λαγγεδοκικοῦ τῆς λαγγεδοκικῆς τοῦ λαγγεδοκικοῦ
      δοτική τῷ λαγγεδοκικ τῇ λαγγεδοκικ τῷ λαγγεδοκικ
    αιτιατική τὸν λαγγεδοκικόν τὴν λαγγεδοκικήν τὸ λαγγεδοκικόν
     κλητική ! λαγγεδοκικέ λαγγεδοκική λαγγεδοκικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λαγγεδοκικοί αἱ λαγγεδοκικαί τὰ λαγγεδοκικά
      γενική τῶν λαγγεδοκικῶν τῶν λαγγεδοκικῶν τῶν λαγγεδοκικῶν
      δοτική τοῖς λαγγεδοκικοῖς ταῖς λαγγεδοκικαῖς τοῖς λαγγεδοκικοῖς
    αιτιατική τοὺς λαγγεδοκικούς τὰς λαγγεδοκικάς τὰ λαγγεδοκικά
     κλητική ! λαγγεδοκικοί λαγγεδοκικαί λαγγεδοκικά
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαγγεδοκικός < Λαγγεδόκ(η) (< γαλλική Languedoc) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

λαγγεδοκικός, -ή, -όν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία